Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το κρισιμότερο
ζήτημα για την ελληνική κοινωνία σήμερα
είναι αυτό των διαπραγματεύσεων για τα
οικονομικά της χώρας με το διεθνές
Διευθυντήριο στις Βρυξέλες και αλλού.
Αλλά, όσο δραματικής σημασίας κι αν
είναι οι διαπραγματεύσεις, δεν πρέπει
να συνιστούν το άπαν των εγνοιών μας
και να σκεπάζουν κάθε άλλη συζήτηση και
πρόνοια, καθώς εκ των πραγμάτων, στην
καλύτερη περίπτωση αυτές σχετίζονται,
κυρίως, με την κάποια ανακούφιση της
κοινωνίας και όχι ευθέως με την ενδογενή
ανασυγκρότηση της χώρας, η οποία είναι
η βασική προϋπόθεση για την επίτευξη
πολυδιάστατης ευημερίας.
Προς αυτή την κατεύθυνση είναι κατεπείγον να εντοπίσουμε θύλακες παραγωγικών και δημιουργικών δραστηριοτήτων, να τους αναδείξουμε και να τους ενεργοποιήσουμε. Ένας τέτοιος θύλακας είναι τα διατηρητέα κτήρια.
Η σημασία των διατηρητέων – κτηρίων παλαιοτέρων εποχών που απέμειναν σε έναν κατά τα άλλα σύγχρονο πολεοδομικό ιστό – είναι πολλαπλή: αναδεικνύουν την ιδιοπροσωπία μιας πόλης σε ένα όλο και πιο ομογενοποιημένο περιβάλλον, συμβάλλουν σε μια πολυδύναμη αισθητική αντίληψη των κατοίκων, τονώνουν την αίσθηση ιστορικού βάθους μιας κοινωνίας και οπωσδήποτε προσελκύουν επισκέπτες με όλα τα ευεργετικά οικονομικά οφέλη που έχει αυτή η προσέλκυση.
Η ανοικοδόμηση
Η τάση για τη διατήρηση κτηρίων παλαιότερων εποχών αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, κυρίως μετά τις μαζικές καταστροφές των πόλεων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά στην Ελλάδα το μοτέρ της καταστροφής είχε σχέση τόσο με τον πόλεμο όσο και με τη λεγόμενη «μεταπολεμική ανοικοδόμηση», η οποία εν μέσω κατακλυσμιαίων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων άλλαξε ολοκληρωτικά το κατοικημένο τοπίο της χώρας. Ο αριθμός των παλαιότερων κτηρίων που απέμειναν μετά από αυτή την κοσμογονία είναι σχετικά μικρός και αυτό τα καθιστά εκ των πραγμάτων «είδος προς εξαφάνιση».
Αν αυτό ίσχυε στο πρόσφατο παρελθόν, στη σημερινή οικονομική και άλλη ασφυξία της Ελλάδας των μνημονίων τα σχετικά προβλήματα είναι δραματικά πολλαπλασιασμένα: τα δυσβάσταχτα φορολογικά βάρη, η τεράστια δυστοκία και χρονική καθυστέρηση στην έκδοση των πολεοδομικών αδειών για τα διατηρητέα, τα μεγάλα έξοδα ανακαίνισης τέτοιων κατασκευών μετατρέπουν πολλά από τα κτήρια αυτά σε εγκαταλειμμένα κι αυτό είναι πρακτικά το τελευταίο στάδιο πριν από την κατάρρευσή τους.
Η φορά των εξελίξεων είναι απαραίτητο και κατεπείγον να αναστραφεί για πολλούς λόγους που σχετίζονται με την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό, ακόμα και την υψιπέτεια μιας κοινωνίας, αλλά και για λόγους πρακτικούς και, γιατί όχι, χρησιμοθηρικούς: η διαδικασία ανάδειξης των διατηρητέων μπορεί να δώσει το «φιλί της ζωής» στον τουρισμό των πόλεων, αλλά και των μικρών και μεσαίων παραγωγικών δυνάμεων της εξειδικευμένης οικοδομικής δραστηριότητας, που «πνέουν τα λοίσθια» στο σκοτεινό τούνελ της μνημονιακής Ελλάδας.
Ημερίδα
Η αναστροφή αυτή ήταν το αντικείμενο ημερίδας στο Τεχνικό Επιμελητήριο, η οποία οργανώθηκε από το ΚΕΜ (Κοινωνικό Εργαστήριο Μηχανικών), στο πλαίσιο του ΙΕΚΕΜ, εκπαιδευτικού βραχίονα του ΤΕΕ. Η εκδήλωση είχε διεπιστημονικό χαρακτήρα, με εισηγητές τον αρχιτέκτονα Νίκο Χαρκιολάκη, επίτιμο διευθυντή αναστήλωσης νεότερων και σύγχρονων μνημείων του ΥΠΠΟ, την αρχαιολόγο Ειρήνη Γρατσία, συντονίστρια της MONUMENTA με αντικείμενο την καταγραφή των κτηρίων της Αθήνας, την αρχιτέκτονα Κωνσταντίνα Θεοδώρου με αντικείμενο της ομιλίας της τα μοντέλα διαχείρισης των διατηρητέων για μια λειτουργική ένταξή τους στον ιστό της πόλης και συντονιστή τον πολιτικό μηχανικό Γιώργο Χατζηστεργίου.
Τα θέματα αιχμής που αναδείχθηκαν, και με τη συμβολή των παρευρισκόμενων επιστημόνων αλλά και ιδιοκτητών διατηρητέων, αφορούν στην άρση της πολυνομίας που χαρακτηρίζει αυτό το πεδίο, την επαρκή στελέχωση των υπηρεσιών που ασχολούνται με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και τη διαμόρφωση ενός νομοθετικού πλαισίου που να ευνοεί την επιχειρηματική επινοητικότητα, προκειμένου αυτά τα κτήρια να αναστηλωθούν. Οι παραλείψεις του κράτους σ’ αυτούς τους τομείς έχουν δραματικό χαρακτήρα (εκτός των άλλων, στο νέο ΕΠΣΑ δεν υπάρχει πρόβλεψη για τα μνημεία, πόσω μάλλον για τα διατηρητέα). Οι παραλείψεις οδηγούν στην εγκατάλειψη, αναπόφευκτη συνέπεια της οποίας είναι η κατάρρευση. Μπορεί να ζούμε την τελευταία φάση της ζωής αυτών των κτηρίων.
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τα συναρμόδια υπουργεία ΥΠΕΚΑ, ΥΠΠΟ, αλλά και Οικονομικών και Ανάπτυξης. Η επανεκκίνηση της οικονομίας μπορεί και πρέπει να ξεκινήσει από στοχευμένα μικρά πεδία. Ελπίδες μπορεί να υπάρξουν μόνο όταν δοθεί έμφαση στην παραγωγή και τη δημιουργία και όχι στη φορολογία – πολύ περισσότερο όταν η τελευταία αφορά όχι τα απισχνασμένα κέρδη μιας νεκροζώντανης οικονομίας, αλλά τη λεηλασία των αποθεμάτων της ελληνικής κοινωνίας, που στο κάτω κάτω συνιστούν τη μόνη πηγή χρηματοδότησης μιας ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Προς αυτή την κατεύθυνση είναι κατεπείγον να εντοπίσουμε θύλακες παραγωγικών και δημιουργικών δραστηριοτήτων, να τους αναδείξουμε και να τους ενεργοποιήσουμε. Ένας τέτοιος θύλακας είναι τα διατηρητέα κτήρια.
Η σημασία των διατηρητέων – κτηρίων παλαιοτέρων εποχών που απέμειναν σε έναν κατά τα άλλα σύγχρονο πολεοδομικό ιστό – είναι πολλαπλή: αναδεικνύουν την ιδιοπροσωπία μιας πόλης σε ένα όλο και πιο ομογενοποιημένο περιβάλλον, συμβάλλουν σε μια πολυδύναμη αισθητική αντίληψη των κατοίκων, τονώνουν την αίσθηση ιστορικού βάθους μιας κοινωνίας και οπωσδήποτε προσελκύουν επισκέπτες με όλα τα ευεργετικά οικονομικά οφέλη που έχει αυτή η προσέλκυση.
Η ανοικοδόμηση
Η τάση για τη διατήρηση κτηρίων παλαιότερων εποχών αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, κυρίως μετά τις μαζικές καταστροφές των πόλεων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά στην Ελλάδα το μοτέρ της καταστροφής είχε σχέση τόσο με τον πόλεμο όσο και με τη λεγόμενη «μεταπολεμική ανοικοδόμηση», η οποία εν μέσω κατακλυσμιαίων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων άλλαξε ολοκληρωτικά το κατοικημένο τοπίο της χώρας. Ο αριθμός των παλαιότερων κτηρίων που απέμειναν μετά από αυτή την κοσμογονία είναι σχετικά μικρός και αυτό τα καθιστά εκ των πραγμάτων «είδος προς εξαφάνιση».
Αν αυτό ίσχυε στο πρόσφατο παρελθόν, στη σημερινή οικονομική και άλλη ασφυξία της Ελλάδας των μνημονίων τα σχετικά προβλήματα είναι δραματικά πολλαπλασιασμένα: τα δυσβάσταχτα φορολογικά βάρη, η τεράστια δυστοκία και χρονική καθυστέρηση στην έκδοση των πολεοδομικών αδειών για τα διατηρητέα, τα μεγάλα έξοδα ανακαίνισης τέτοιων κατασκευών μετατρέπουν πολλά από τα κτήρια αυτά σε εγκαταλειμμένα κι αυτό είναι πρακτικά το τελευταίο στάδιο πριν από την κατάρρευσή τους.
Η φορά των εξελίξεων είναι απαραίτητο και κατεπείγον να αναστραφεί για πολλούς λόγους που σχετίζονται με την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό, ακόμα και την υψιπέτεια μιας κοινωνίας, αλλά και για λόγους πρακτικούς και, γιατί όχι, χρησιμοθηρικούς: η διαδικασία ανάδειξης των διατηρητέων μπορεί να δώσει το «φιλί της ζωής» στον τουρισμό των πόλεων, αλλά και των μικρών και μεσαίων παραγωγικών δυνάμεων της εξειδικευμένης οικοδομικής δραστηριότητας, που «πνέουν τα λοίσθια» στο σκοτεινό τούνελ της μνημονιακής Ελλάδας.
Ημερίδα
Η αναστροφή αυτή ήταν το αντικείμενο ημερίδας στο Τεχνικό Επιμελητήριο, η οποία οργανώθηκε από το ΚΕΜ (Κοινωνικό Εργαστήριο Μηχανικών), στο πλαίσιο του ΙΕΚΕΜ, εκπαιδευτικού βραχίονα του ΤΕΕ. Η εκδήλωση είχε διεπιστημονικό χαρακτήρα, με εισηγητές τον αρχιτέκτονα Νίκο Χαρκιολάκη, επίτιμο διευθυντή αναστήλωσης νεότερων και σύγχρονων μνημείων του ΥΠΠΟ, την αρχαιολόγο Ειρήνη Γρατσία, συντονίστρια της MONUMENTA με αντικείμενο την καταγραφή των κτηρίων της Αθήνας, την αρχιτέκτονα Κωνσταντίνα Θεοδώρου με αντικείμενο της ομιλίας της τα μοντέλα διαχείρισης των διατηρητέων για μια λειτουργική ένταξή τους στον ιστό της πόλης και συντονιστή τον πολιτικό μηχανικό Γιώργο Χατζηστεργίου.
Τα θέματα αιχμής που αναδείχθηκαν, και με τη συμβολή των παρευρισκόμενων επιστημόνων αλλά και ιδιοκτητών διατηρητέων, αφορούν στην άρση της πολυνομίας που χαρακτηρίζει αυτό το πεδίο, την επαρκή στελέχωση των υπηρεσιών που ασχολούνται με την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και τη διαμόρφωση ενός νομοθετικού πλαισίου που να ευνοεί την επιχειρηματική επινοητικότητα, προκειμένου αυτά τα κτήρια να αναστηλωθούν. Οι παραλείψεις του κράτους σ’ αυτούς τους τομείς έχουν δραματικό χαρακτήρα (εκτός των άλλων, στο νέο ΕΠΣΑ δεν υπάρχει πρόβλεψη για τα μνημεία, πόσω μάλλον για τα διατηρητέα). Οι παραλείψεις οδηγούν στην εγκατάλειψη, αναπόφευκτη συνέπεια της οποίας είναι η κατάρρευση. Μπορεί να ζούμε την τελευταία φάση της ζωής αυτών των κτηρίων.
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τα συναρμόδια υπουργεία ΥΠΕΚΑ, ΥΠΠΟ, αλλά και Οικονομικών και Ανάπτυξης. Η επανεκκίνηση της οικονομίας μπορεί και πρέπει να ξεκινήσει από στοχευμένα μικρά πεδία. Ελπίδες μπορεί να υπάρξουν μόνο όταν δοθεί έμφαση στην παραγωγή και τη δημιουργία και όχι στη φορολογία – πολύ περισσότερο όταν η τελευταία αφορά όχι τα απισχνασμένα κέρδη μιας νεκροζώντανης οικονομίας, αλλά τη λεηλασία των αποθεμάτων της ελληνικής κοινωνίας, που στο κάτω κάτω συνιστούν τη μόνη πηγή χρηματοδότησης μιας ενδογενούς παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου
Πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Τα βιβλία του «Έξοδος», «Σου
έχει μείνει καθόλου περιουσία;» και «Η γη τρέμει!» κυκλοφορούν από τις
εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» (από την Εφημερίδα των Συντακτών)