Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Αδιάφορες απέναντι σε σεισμό - τσουνάμι οι αρμόδιες αρχές της Μεσσηνίας

Πλήρης ήταν η αδιαφορία την οποία επέδειξαν οι τοπικοί άρχοντες και οι Υπηρεσίες Πολιτικής Προστασίας στη Μεσσηνία για τα αποτελέσματα του διεθνούς ερευνητικού προγράμματος SEAHELLARC, που αφορά την εκτίμηση του κινδύνου από σεισμούς και τσουνάμι στο Ιόνιο, στην παράκτια ζώνη της Μεσσηνίας και της Δυτικής Πελοποννήσου γενικότερα. 

Τα αποτελέσματα αυτά παρουσιάστηκαν προχθές στην Πύλο, σε εκδήλωση που διοργάνωσε το ΕΛΚΕΘΕ (Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών), στα γραφεία του Ινστιτούτου «Νέστωρ», στο κτήριο του παλιού Γυμνασίου, όμως -αν και προσκεκλημένοι- οι αυτοδιοικητικοί και οι αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες… έλαμψαν διά της απουσίας τους. 

«Η γνώση του κινδύνου είναι ο βασικότερος παράγοντας για την ασφάλεια του πληθυσμού και των κατασκευών στις παράκτιες περιοχές, καθώς βοηθά τις αρμόδιες αρχές στον έγκαιρο σχεδιασμό του απαιτούμενου τρόπου δράσης, πριν αλλά και μετά την εκδήλωση των πιο πάνω φυσικών φαινομένων», τόνισαν οι διευθυντές ερευνών του Κέντρου, Ιωάννα Παπούλια γεωλόγος - σεισμολόγος και Χρήστος Αναγνώστου γεωλόγος - ιζηματολόγος, καθώς και ο καθηγητής Γεωφυσικής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου Γιάννης Μακρής. 


«ΝΑ ΜΗ ΜΕΙΝΟΥΝ ΣΤΟ ΝΤΟΥΛΑΠΙ» 

Τα εν λόγω αποτελέσματα θα κοινοποιηθούν στην Πολιτεία και τις τοπικές αρχές, ελπίζοντας -όπως τόνισαν χαρακτηριστικά- ότι αυτές «δεν θα τα αφήσουν σε κάποιο ντουλάπι, αλλά θα τα λάβουν σοβαρά υπόψη στον οικιστικό σχεδιασμό και τη γενικότερη ανάπτυξη των περιοχών της Δυτικής Μεσσηνίας -και της Δυτικής Πελοποννήσου γενικότερα». 

Η γεωλόγος - σεισμολόγος Ιωάννα Παπούλια, ενδεικτικά, παρουσίασε χάρτη της Πύλου στον οποίον καταγράφεται πόσο ευάλωτα μπορεί να είναι τα κτήρια της πόλης ανάλογα με διάφορα σεισμικά σενάρια από ενεργά ρήγματα στη Δυτική Πελοπόννησο, τόσο στην ξηρά, όσο και στο θαλάσσιο πυθμένα. 

Παρουσιάζοντας ένα από τα εν λόγω σενάρια, η επιστήμονας του ΕΛΚΕΘΕ σημείωσε ότι ένας σεισμός στην περιοχή του Ιονίου με ένταση 8 βαθμών της κλίμακας Μερκάλι -κλίμακα που καταγράφει τις συνέπειες του σεισμού στο περιβάλλον και σε κατασκευές- θα έχει επιπτώσεις στο 47% των κτηρίων της Πύλου, από τα οποία το 20% θα υποστούν ελαφρές ζημιές, το 23% σοβαρές και το 4,6% πολύ σοβαρές ζημιές ή ακόμα και θα καταρρεύσουν. 

Τόνισε, πάντως, η Ι. Παπούλια ότι οι Ελληνες μηχανικοί είναι εξαιρετικοί επαγγελματίες, καθώς και ότι ο ελληνικός αντισεισμικός κανονισμός περιλαμβάνεται μεταξύ των καλύτερων του κόσμου, σημείωσε ωστόσο ότι με βάση τα νέα δεδομένα από το πρόγραμμα SEAHELLARC ενδεχομένως να χρειάζεται επανεξέταση σε ορισμένες περιοχές. 


ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ 

Η απειλή των τσουνάμι πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στους σχεδιασμούς για την ολοκληρωμένη διαχείριση της παράκτιας ζώνης -οι οποίοι πάντως… απουσιάζουν εντυπωσιακά από τη χώρα μας. 

Την πιο πάνω επισήμανση έκανε από την πλευρά του ο γεωλόγος - ιζηματολόγος Χρήστος Αναγνώστου, αποκαλύπτοντας ότι τους 7 τελευταίους αιώνες έχουν εκδηλωθεί στο Ιόνιο περί τα 17 τσουνάμι, που κατέκλυσαν την Δυτική Πελοπόννησο. 

«Είναι κρίσιμο να εφαρμόζεται η νομοθεσία στις χρήσεις του αιγιαλού. Αυτή τη στιγμή σε μεγάλο μήκος της η δυτική ακτή της Πελοποννήσου, στον Κυπαρισσιακό Κόλπο, έως το Κατάκολο, έχει οικισμούς -αλλά και μεμονωμένες κατοικίες- που επί της ουσίας έχουν δομηθεί παράνομα και κινδυνεύουν άμεσα από ενδεχόμενο τσουνάμι στο Ιόνιο» σημείωσε ο επιστήμονας. 

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι ανάλογη κατάσταση επικρατεί σε πολλές παράκτιες περιοχές της χώρας μας, επικρίνοντας ευθέως την τοπική και την περιφερειακή αυτοδιοίκηση, αλλά και την Πολιτεία, για την αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζουν τη δόμηση ακόμα και στον αιγιαλό, όπως είπε. 


ΣΥΝΤΡΕΧΟΥΝ ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ 

Ο γεωφυσικός Γιάννης Μακρής σημείωσε ότι το γεωλογικό υπόβαθρο στη Δυτική Ελλάδα παρουσιάζει αρκετές ιδιομορφίες, οι οποίες συντελούν ώστε οι σεισμοί που εκδηλώνονται εκεί να μην ξεπερνούν τα 6,7 -το πολύ 7- ρίχτερ, με τα φαινόμενα που ξεπερνούν το πιο πάνω μέγεθος να είναι εξαιρετικά σπάνια, περίπου ανά μία χιλιετία. 

Η ίδια αυτή ιδιομορφία του γεωλογικού υπόβαθρου, σημείωσε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, δημιουργεί παράλληλα και τις προϋποθέσεις για να ελπίζει κάποιος ότι θα υπάρχουν κοιτάσματα φυσικού αερίου ή πετρελαίου στην περιοχή.